Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

στις εξετάσεις

  • 1 экзамен

    экзамен
    м ἡ ἐξέταση [-ις]:
    письменный \экзамен ἡ γραπτή ἐξέταση· устный \экзамен ἡ προφορική ἐξέταση· государственные \экзамены ἡ κρατικές ἐξετάσεις· конкурсный \экзамен ὁ διαγωνισμός· выдержать \экзамены πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· сдавать \экзамены δίνω ἐξετάσεις· провалиться на \экзаменах ἀποτυχαίνω στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > экзамен

  • 2 выдержать

    выдержать, выдерживать (вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένω· \выдержать боль αντέχω στον πόνο ◇ \выдержать экзамен πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)
    * * *
    = выдерживать
    ( вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένω

    вы́держать боль — αντέχω στον πόνο

    ••

    вы́держать экза́мен — πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)

    Русско-греческий словарь > выдержать

  • 3 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 4 срезать

    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω•

    срезать цветов κόβω λουλούδια•

    срезать провода κόβω τα καλώδια.

    || μειώνω, ελαττώνω•

    срезать ставку περικόπτω το μισθό.

    2. μτφ. σκοτώνω, φονεύω• θερίζω•

    снаряд его -ал τον έκανε κομμάτια το βλήμα.

    || κατασυγκλονίζω, συνταράσσω• καταπτοώ•

    новое несчастье -ло е το καινούριο δυστύχημα την κατασυγκλόνησε.

    3. μτφ. διακόπτω (ομιλούντα) • συγχύζω.
    4. (απλ.) απορρίπτω (κόβω) στις εξετάσεις•

    его -ал преподаватель математики τον έκοψε ο καθηγητής των μαθηματικών.

    1. (απλ.) απορρίπτομαι, κόβομαι (στις εξετάσεις).
    2. λογομαχώ, φιλονικώ. || παίζω πεισματώδικα, με μανία•

    срезать в карты παίζω με μανία χαρτιά.

    ρ.δ.
    βλ. срезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > срезать

  • 5 выдержать

    выдержать
    сов, выдерживать несов
    1. ἀντέχω, βαστώ, τά βγάζω πέρα·
    2. перен (вытерпеть) ἀντέχω, κρατῶ, ὑπομένω:
    3. (вино и т. ἡ.) ἀφήνω νά παλιώσει· ◊ это не выдерживает критики αὐτό δέν ἀντέχει στήν κριτική· выдержать экзамен πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· \выдержать несколько изданий ἐκδίδομαι πολλές φορές.

    Русско-новогреческий словарь > выдержать

  • 6 допускать

    допускать
    несов
    1. (разрешать) παραδέχομαι, ἐπιτρέπω, ἀποδέχομαι, ἀνέχομαι:
    \допускать к экзамену ἐπιτρέπω νά πάρει μέρος στίς ἐξετάσεις· \допускать к выборам ἐπιτρέπω νά ψηφίσουν·
    2. (предполагать) παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ὑποθέτω:
    допустим, что это так ἄς ὑποθέσουμε δτι αὐτό εἶναι ἔτσι· ◊ \допускать ошибку κάνω λάθος.

    Русско-новогреческий словарь > допускать

  • 7 засыпаться

    засыпа́ться
    несов, засы́паться сов
    1. (набираться во что-л.) μπαίνω, χώνομαι·
    2. (покрываться) γεμίζω (άμετ.), σκεπάζομαι, καλύπτομαι· ◊ \засыпаться на экзаменах школ. ἀποτυχαίνω στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > засыпаться

  • 8 зачитывать

    зачитывать I
    несов
    1. (оглашать) διαβάζω φωναχτά, ἀναγι(γ)νώσκω μεγαλο-φώνως·
    2. разг:
    \зачитывать книгу οίκειοποιοῦμαι (или ἰδιοποιούμαι) τό βιβλίο.
    зачитывать II
    несов
    1. λογαριάζω, καταχωρώ, καταλογίζω:
    \зачитывать долг καταχωρώ τό χρέος·
    2. (ставить зачет) βαθμολογώ στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > зачитывать

  • 9 проваливать

    проваливать
    несов разг χαντακώνω/ ἀπορρίπτω (на экзамене)· ◊ проваливай! ϋδειασέ μου τή γωνιά!, δίνε του!, στρίβε! \проваливаться
    1. (чадать, обрушиваться) καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι, πέφτω:
    крыша проваливается ἡ σκεπή πέφτει· \проваливаться в яму πέφτω στό λάκκο·
    2. черен, разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω:
    \проваливаться на экзамене ἀπέτυχε στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > проваливать

  • 10 резать

    резать
    несов
    1. κόβω, κόπτω/ τεμαχίζω, κομματιάζω, κόβω φέτες (ломтями):
    \резать ножницами κόβω μέ τό ψαλίδι, ψαλιδίζὠ \резать хлеб κόβω ψωμί·
    2. (убивать) σφάζω·
    3. (по дереву и т. п.) γλύφω, σκαλίζω·
    4. (вскрывать) разг ἀνοίγω, κόβω:
    \резать нарыв ἀνοίγω τό ἀπόστημά
    5. (причинять боль) σουβλίζω, κόβω, πονώ:
    веревка режет пальцы τό σχοινί μοδ κόβει τά δάχτυλα· свет мне режет глаза τό φῶς μοῦ χτυπά στά μάτια· режет в желудке αἰσθάνομαι σουβλιές στό στομάχι·
    6. (производить неприятное впечатление) ἐνοχλω, χτυπώ:
    режет слух (ухо) χτυπά ἀσχημα (στ' αὐτί)·
    7. (на экзамене) разг ἀπορρίπτω στίς ἐξετάσεις-◊ \резать по живому месту παίρνω δραστήρια μέτρα· \резать правду в глаза разг λέγω κατάμουτρα τήν ἀλήθεια.

    Русско-новогреческий словарь > резать

  • 11 сдать

    сдать I
    сов см. сдавать I· \сдать экзамен πετυχαίνω στις ἐξετάσεις.
    сдать II
    сов см. сдавать II.

    Русско-новогреческий словарь > сдать

  • 12 срезать

    срезать
    сов, срезать несов
    1. κόβω, κόπτω, τέμνω· 2.:
    \срезать на экзамене разг κόβω (или ἀπορρίπτω) στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > срезать

  • 13 срезаться:

    срезать||ся:
    \срезаться:ся на экзамене разг κόβομαι (или ἀπορρίπτομαι) στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > срезаться:

  • 14 шпаргалка

    шпаргалка
    ж разг χαρτάκι γιά κλέψιμο στίς ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > шпаргалка

  • 15 выдержать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•

    лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•

    мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.

    2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•

    руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•

    такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•

    выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•

    выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•

    она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•

    выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•

    новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.

    3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•

    выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.

    4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.
    εκφρ.
    выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•
    выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•
    выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•
    выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > выдержать

  • 16 засыпаться

    -плюсь, -плешься, προστκ. засыпься
    ρ.σ.
    (απλ.) πιάνομαι ως ένοχος, αποδείχνομαι ένοχος• παθαίνω συμφορά. || αποτυναίνω στις εξετάσεις.
    ρ.δ.
    βλ. засыпаться.
    ρ.δ.
    βλ. заспаться.

    Большой русско-греческий словарь > засыпаться

  • 17 плавать

    ρ.δ.
    1. βλ. плыть (1, 2 σημ.) με τη διαφορά ότι εδώ σημαίνει ενέργεια επαναλαμβανόμενη προς διάφορες κατευθύνσεις.
    2. κολυμβώ, πλέω•

    я не умею плавать εγώ δεν ξέρω κολύμπι (να κολυμπώ).

    || επιπλέω•

    дерево -ет на воде το ξύλο επιπλέει στο νερό.

    3. υπηρετώ στα πλοία,
    4. μτφ. απολαβαίνω πλήρως•

    плавать в блаженстве πλέω στην ευδαιμονία.

    5. μτφ. πελαγώνω, τα χάνω•

    плавать на экзаменах πελαγώνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    плавать в крови – πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος.

    Большой русско-греческий словарь > плавать

  • 18 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 19 сажать

    ρ.δ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;
    προσγειώνω (αεροπλάνο).
    2. διορίζω σε θέση.
    4. βάζω, κλείνω•

    сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•

    сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•

    сажать под арест βάζω υπο κράτηση•

    сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•

    сажать в клетку βάζω στο κλουβί.

    || βάζω (υπό καθεστώς)•

    на диету βάζω σε δίαιτα.

    5. φυτεύω•

    картофель φυτεύω πατάτα•

    сажать табак φυτεύω καπνό.

    6. βάζω•

    сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•

    сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.

    7. επιφέρω, προξενώ•

    сажать пятна βάζω λεκέδες•

    сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.

    || ράβω•

    сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    8. επιθέτω, εξαρτώ•

    сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.

    || μπήγω• καρφώνω.
    9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.
    10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).
    εκφρ.
    сажать на яйца – βάζω κλώσσα•
    сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.
    κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.

    Большой русско-греческий словарь > сажать

  • 20 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • σημειώνω — σημείωσα, σημειώθηκα, σημειωμένος 1. επισημαίνω, βάζω σημάδι: Σημείωσε με κόκκινο μολύβι πάνω στο βιβλίο τις πιο ενδιαφέρουσες παραγράφους. 2. κρατώ σημειώσεις, γράφω πρόχειρα κάτι: Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να σημειώσουν στα τετράδιά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετυχαίνω — Ν 1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τόν πέτυχα στο πόδι») 2. εννοώ ή μαντεύω («τό πέτυχες, αυτός ήταν») 3. συναντώ τυχαία κάποιον («τόν πέτυχα στη στάση») 4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε» 5. (για εξετάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • προσπάθεια — η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [προσπαθής] νεοελλ. 1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • φροντιστήριο — Εξωσχολικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου ο μαθητής του γυμνασίου ή του λυκείου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα είτε για να προβιβαστεί στην άλλη τάξη, επειδή έμεινε επανεξεταστέος, είτε για να προετοιμαστεί καλύτερα στις εξετάσεις που θα δώσει σε μια… …   Dictionary of Greek

  • αγγελία — η 1. είδηση, πληροφορία, μαντάτο: Δέχτηκε ψύχραιμα την αγγελία της αποτυχίας του στις εξετάσεις. 2. διαφήμιση με τον τύπο: Το σπίτι το νοίκιασε γρήγορα με αγγελία στις εφημερίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριαμβεύω — θριάμβεψα και θριάμβευσα 1. πετυχαίνω κάτι εξαιρετικό, μεγαλουργώ: Θριάμβεψε στις εξετάσεις. 2. νικώ: Στις εκλογές θριάμβευσε ο υποψήφιος του δημοκρατικού κόμματος. – Το δίκαιο τελικά θα θριαμβεύσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιτήρηση — η (AM ἐπιτήρησις) [επιτηρώ] επίβλεψη, παρακολούθηση, εποπτεία («αστυνομική επιτήρηση») 2. προσεκτική παρατήρηση για έλεγχο («επιτήρηση στις εξετάσεις») μσν. (με εχθρ. σημ.) παραμόνευση, παραφύλαξη αρχ. 1. προσεκτική παρατήρηση 2. τήρηση 3. το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»